οπλοπωλείο

οπλοπωλείο
το
κατάστημα πώλησης όπλων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οπλοπωλείο — το κατάστημα πώλησης όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπλοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὁπλοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”